Γιατί οι γυναίκες είναι πιο ευαίσθητες στην εμφάνιση αυτοάνοσων νοσημάτων από τους άνδρες;

Αυτοάνοσο - 3

Από τα 9 εκατομμύρια ατόμων με αυτοάνοσα νοσήματα στις ΗΠΑ, τα 6,7 εκατομμύρια είναι γυναίκες. Το φαινόμενο αυτό είναι περισσότερο εμφανές σε ορισμένα αυτοάνοσα νοσήματα παρά σε άλλα. Για παράδειγμα στην περίπτωση της σκλήρυνσης κατά πλάκας (MS) και της ρευματοειδούς αρθρίτιδας (RA) η αναλογία γυναικών / ανδρών είναι 2-3 γυναίκες / 1 άνδρα ενώ στην περίπτωση του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου (SLE) αντιστοιχούν 9 γυναίκες / 1 άνδρα. Όμως αυτά τα στατιστικά στοιχεία δεν αντικατοπτρίζουν όλη την αλήθεια δεδομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στην σκλήρυνση κατά πλάκας, η εξέλιξη της νόσου μπορεί να είναι καλλύτερη στις γυναίκες παρά στους άνδρες. Το γεγονός της μεγαλύτερης ευαισθησίας των γυναικών έναντι των ανδρών σε ότι αφορά τα αυτοάνοσα νοσήματα ήταν γνωστό εδώ και πολλά χρόνια δεν ήταν όμως γνωστά τα αίτια του γεγονότος αυτού. Στη συνέχεια αναφέρονται ορισμένες πιθανές εξηγήσεις για το φαινόμενο αυτό.

Έχουν παρατηρηθεί ότι υπάρχουν σημαντικές φυλετικές διαφορές στην ανοσολογική απόκριση τόσο στον άνθρωπο όσο και στα ποντίκια. Μελέτες και στα δύο είδη έχουν δείξει ότι τα θηλυκά παράγουν περισσότερα αντισώματα από τα αρσενικά άτομα. Στην πραγματικότητα τα θηλυκά άτομα γενικά ανεβάζουν πολύ γρήγορα υψηλούς τίτλους αντισωμάτων. Στους ανθρώπους αυτό είναι εμφανέστερο στις νέες γυναίκες. Οι γυναίκες έχουν την τάση να έχουν υψηλότερα επίπεδα βοηθητικών κυττάρων (Τ4) και ανοσοσφαιρινών ΙgM.

Μία άλλη ασθένεια που φαίνεται ότι σχετίζεται με το φύλο είναι η μόλυνση με coxsackie virus type B-3 (CVB-3), την αιτία για τη μυοκαρδίτιδα. Τα αρσενικά ποντίκια είναι πιο ευαίσθητα στη νόσο αυτή από τα θηλυκά. Ο CVB-3 προκαλεί μία ισχυρή (ΤΗ1) απόκριση στα αρσενικά ενώ στα θηλυκά, σε αντίθεση με αυτά που έχουμε αναφέρει, ανταποκρίνονται με αύξηση της προστατευτικής TH2 απόκρισης. Η απόκριση των θηλυκών μπορεί να επηρεαστεί μετά την χορήγηση τεστοστερόνης, που τα καθιστά ευαίσθητα στη νόσο. Επιπλέον η απόκριση των αρσενικών μπορεί να επηρεαστεί μετά τη χορήγηση σε αυτά οιστραδιόλης, που τα καθιστά ανθεκτικά στον ιό. Με βάση τα αποτελέσματα στα ποντίκια, πιθανόν, να υπάρχουν βασικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών σε ότι αφορά την ανοσολογική απόκρισή τους στα διάφορα παθογόνα. Όμως οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων μπορεί να μην ισχύουν στους ανθρώπινους πληθυσμούς.

Αυτοάνοσο - 1

Που όμως οφείλονται οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων; Επειδή η οιστραδιόλη και η τεστοστερόνη μπορούν να επηρεάσουν την εξέλιξη της μόλυνσης από CVB-3, είναι φανερό ότι οι ορμόνες του φύλου παίζουν ένα σημαντικό ρόλο. Στους ανθρώπους, τα οιστρογόνα από μόνα τους δε φαίνεται να επηρεάζουν σημαντικά την RA ή την MS, είναι όμως σημαντικά στην περίπτωση της SLE. Αυτό επιβεβαιώνεται από αποτελέσματα που έδειξαν ότι τα οιστρογόνα μπορεί να προκαλέσουν την παραγωγή αυτοαντισωμάτων σε ποντίκια επιρρεπή σε SLE και τα συμπτώματα αυτά μπορεί να ρυθμιστούν με ένα αντί-οιστρογόνο συστατικό. Τέτοια αποτελέσματα υποδηλώνουν, ότι τελικά στα ποντίκια, τα οιστρογόνα μπορεί να προκαλέσουν αυτοανοσία με χαρακτηριστικά SLE. Επιπλέον ανδρογόνα, όπως η τεστοστερόνη, παίζουν σημαντικό ρόλο σε ορισμένα αυτοάνοσα νοσήματα. Φαίνεται ότι η τεστοστερόνη βελτιώνει την ανοσολογική απόκριση σε αυτοάνοσα με αποτέλεσμα να αυξάνει την προστασία έναντι πολλών αυτοάνοσων νοσημάτων όπως: MS, SLE, διαβήτη, και σύνδρομο Sjogren΄s.

Γιατί όμως οι ορμόνες του φύλου επηρεάζουν την ανοσολογική απόκριση; Το φαινόμενο αυτό δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητό. Φαίνεται όμως ότι αυτές οι ορμόνες, που κυκλοφορούν σε όλο το σώμα, επηρεάζουν την ανοσολογική απόκριση, διότι επηρεάζουν την έκφραση γονιδίων. Τα στεροειδή του φύλου, συστατικά πολύ λιπόφιλα, δρουν διαπερνώντας την κυτταρική μεμβράνη, αφού προσδεθούν σε έναν κυτταρικό υποδοχέα. Κάθε ορμόνη έχει έναν συγγενικό υποδοχέα και η πρόσδεση της ορμόνης σ΄ αυτόν, οδηγεί σε ενεργοποίηση, ή σε ορισμένες περιπτώσεις σε καταστολή της γονιδιακής έκφρασης. Αυτό συμβαίνει μετά την πρόσδεση του συμπλέγματος υποδοχέα – ορμόνης σε μία ειδική αλληλουχία του DNA με αποτέλεσμα την τροποποίηση της μεταγραφής. Έτσι σε κύτταρα που διαθέτουν τους κατάλληλους υποδοχής για ορμόνες του φύλου, αυτές μπορεί να ρυθμίσουν την έκφραση των γονιδίων και με τον τρόπο αυτό να επηρεάσουν την ανοσολογική απόκριση. Κατά πόσον τα διάφορα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος διαθέτουν υποδοχείς ορμονών του φύλου δεν είναι γνωστόν.

Την ανοσολογική απόκριση δεν την επηρεάζουν μόνον οι ορμόνες του φύλου. Η προλακτίνη για παράδειγμα, ορμόνη που εκκρίνεται σε μεγάλες ποσότητες στις γυναίκες και όχι στους άνδρες, δεν ανήκει στις λιπόφιλες ορμόνες όπως η προγεστερόνη, τα οιστρογόνα και η τεστοστερόνη. Επειδή όμως η έκκριση της προλακτίνης (από την υπόφυση) επάγεται από τα οιστρογόνα, εξηγείται γιατί στις γυναίκες έχουμε υψηλά επίπεδα προλακτίνης και ιδιαίτερα την περίοδο της εγκυμοσύνης. Η προλακτίνη έχει μεγάλη επίδραση στην ανοσολογική απόκριση, όπως φάνηκε σε ποντίκια στα οποία είχε αφαιρεθεί η υπόφυση. Αυτό συνεπάγεται σοβαρή ανοσοκαταστολή, η οποία μπορεί να ανασταλεί με τη χορήγηση εξωγενούς προλακτίνης. Η παρουσία υποδοχέων για την προλακτίνη σε περιφερειακά Τ και Β λεμφοκύτταρα στους ανθρώπους αποτελεί μία επιπλέον ένδειξη, ότι η ορμόνη αυτή παίζει ένα ρυθμιστικό ρόλο στην ανοσολογική απόκριση.

Αυτοάνοσο - 2

Στην πραγματικότητα, μερικές ενδείξεις υποδηλώνουν ότι η προλακτίνη κατευθύνει σε ανοσολογικές αποκρίσεις ΤH 1- κυττάρων. Η εγκυμοσύνη μας παρέχει μία ένδειξη για το πώς οι ορμόνες του φύλου ρυθμίζουν την ανοσολογική απόκριση. Αν και οι γυναίκες, κανονικά εμφανίζουν κανονική ανοσολογική απόκριση σε κάθε ξένο αντιγόνο, είναι σημαντικό ότι η μητέρα ανέχεται το έμβρυο, το οποίο στην πραγματικότητα είναι ένα ξένο σώμα. Αυτό σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης το ανοσοποιητικό σύστημα της γυναίκας υφίσταται ορισμένες σημαντικές τροποποιήσεις. Θυμηθείτε ότι οι γυναίκες κανονικά στην ανοσολογική απόκριση εμφανίζουν περισσότερο ΤH1- κύτταρα παρά ΤH2- κύτταρα. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τείνουν να εμφανίζουν ΤH2- κύτταρα. Αυτό δείχνει ότι οι στεροειδείς ορμόνες που συνδέονται με την εγκυμοσύνη δημιουργούν ένα αντιφλεγμονώδες περιβάλλον. Είναι αξιοσημείωτο ότι ασθένειες που επιδεινώνονται με ΤH2 ανοσολογικές αποκρίσεις, όπως SLE, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης εμφανίζουν έξαρση, ενώ ασθένειες στις οποίες εμπλέκονται φλεγμονώδεις αποκρίσεις, όπως η RA και η MS, μερικές φορές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης βελτιώνονται.

Άλλη μία επίδραση της εγκυμοσύνης, είναι η παρουσία κυττάρων του εμβρύου στην κυκλοφορία της μητέρας. Τα κύτταρα αυτά μπορεί να παραμείνουν για δεκαετίες στην μητρική κυκλοφορία, και η μακρά αυτή παρουσία τους συνδέεται με την εμφάνιση αυτοάνοσων νοσημάτων στην μητέρα. Επειδή όμως συμβαίνει και το αντίστροφο, (κύτταρα της μητέρας κυκλοφορούν στην κυκλοφορία του εμβρύου) η παρουσία κυττάρων της μητέρας στην κυκλοφορία του αγοριού, μπορεί να συμβάλλει στην εμφάνιση αυτοάνοσου νοσήματος.

Αφήστε μια απάντηση