Τα τμήματα Βιοεπιστημών, μορφώνουν τους εκπαιδευτικούς που θέλουμε;

Η απάντηση είναι ξεκάθαρα όχι

Και αυτό προκύπτει, από τα στοιχεία. Μελετώντας πριν από λίγους μήνες τους οδηγούς σπουδών των τεσσάρων τμημάτων Βιολογίας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη, Πάτρα) καθώς και των δύο Βιοτεχνολογικών τμημάτων (Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών & Τεχνολογιών, Ιωάννινα και Τμήμα Μοριακής Βιολογίας & Γενετικής, Αλεξανδρούπολη), τα οποία σύμφωνα με τον ΑΣΕΠ προσδιορίζονται ως ‘καθηγητικές σχολές’ των οποίων οι απόφοιτοι αναγνωρίζονται ως ειδικότητα ΠΕ04.04-Βιολόγος, μόνο σε ένα (ΜΒΓ) υπάρχει υποχρεωτικό μάθημα παιδαγωγικής-διδακτικής.

Στα υπόλοιπα, με εξαίρεση της Πάτρας που δεν υπάρχει ούτε καν επιλογής, υπάρχουν μαθήματα επιλογής είτε σχετικά με τη διδακτική της Βιολογίας, είτε σε θέματα παιδαγωγικής ή ακόμα και σε θέματα εκπαίδευσης ενηλίκων (ΜΒΓ). Ταυτόχρονα σε δύο από αυτά (Βιολογικό Αθήνας, ΜΒΓ Αλεξανδρούπολης) υπάρχουν προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών σχετικά με τη διδακτική των βιοεπιστημών, ενώ σε ένα (Βιολογικό Θεσσαλονίκης) υπάρχει μεταπτυχιακό με ειδίκευση στην περιβαλλοντική εκπαίδευση.

Άρα, συνοψίζοντας… Ένας μελλοντικός εκπαιδευτικός της ειδικότητας ΠΕ04.04 αν αποφοιτήσει από το ΜΒΓ θα έχει παρακολουθήσει με βεβαιότητα ένα μάθημα σχετικό με θέματα διδακτικής-παιδαγωγικής, ενώ ένας μελλοντικός εκπαιδευτικός της ειδικότητας ΠΕ04.04 που αποφοιτήσει από οποιοδήποτε από τα άλλα τμήματα μπορεί να μην έχει παρακολουθήσει κανένα σχετικό μάθημα, αφού τα μαθήματα είναι επιλογής. Αν έχει προαποφαίσει να γίνει εκπαιδευτικός, ίσως τα έχει παρακολουθήσει. Αν όμως το αποφασίσει εκ των υστέρων, ποτέ δεν θα έχει αποκτήσει σχετικές γνώσεις σε προπτυχιακό επίπεδο.

Η εμπειρία μου από συζητήσεις με μέλη ΔΕΠ για αυτή την κατάσταση, μπορώ να πω ότι περιγράφεται σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις:

  • Κάποιοι θεωρούν ότι τα ζητήματα διδακτικής αποτελούν εξειδίκευση, την οποία δεν μπορεί να παρέχει το εκάστοτε τμήμα σε προπτυχιακό επίπεδο. Αν κάποιος θέλει να εξειδικευθεί, θα πρέπει να παρακολουθήσει μεταπτυχιακές σπουδές για να αποκτήσει τα απαραίτητα εφόδια.
  • Είναι σημαντικό να υπάρχει σε προπτυχιακό επίπεδο ένα σχετικό μάθημα, αλλά το πρόβλημα ξεκινάει από τα προγράμματα σπουδών του εκάστοτε τμήματος και την ευελιξία που αυτά έχουν να αλλάζουν. Μάλιστα υπάρχουν μέλη ΔΕΠ που θεωρούν ότι ενισχυτικό της άποψης για σχετικές προπτυχιακές σπουδές θα πρέπει να είναι η απουσία κάποιου μεταπτυχιακού, ώστε να πιέζονται τα τμήματα να αναπροσαρμόζουν τα προγράμματα σπουδών τους.

Και βέβαια αναφέρομαι μόνο σε αυτούς που ΘΑ αποφοιτήσουν και ΘΑ διοριστούν. Αφήνω απέξω όλους εμάς που είμαστε ήδη διορισμένοι και που προφανώς δεν είχαμε διδαχθεί ποτέ κάποια τέτοια μαθήματα.

Σε αυτό τον προβληματισμό θα πρόσθετα και ένα editorial από το Science & Education, το οποίο έχει γράψει ο Κώστας Καμπουράκης με τίτλο ‘Science teaching in university science departments. The “missing link” in science education?‘. Όπως ορθά παρατηρεί ο Καμπουράκης, τα περισσότερα πανεπιστημιακά τμήματα θετικών επιστημών έχουν την αντίληψη πως τα θέματα διδακτικής είναι δευτερεύουσας σημασίας και επιπλέον τα μέλη των τμημάτων δεν διδάσκουν τους φοιτητητές τους με έναν παιδαγωγικά-διδακτικά ορθό τρόπο ώστε να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης και καλών διδακτικών στρατηγικών. Από την άλλη, σε αρκετά πανεπιστημιακά ιδρύματα και σε σχετικές βιβλιογραφίες υπάρχει ένας ερευνητικός τομέας που ασχολείται με τη διδακτική στη τριτοβάθμια εκπαίδευση, στη χώρα μας δεν γνωρίζω να υπάρχει κάτι τέτοιο.

Ο Καμπουράκης κάνει και μία άλλη ενδιαφέρουσα παρατήρηση: πως ακόμα και αν θεωρούνται τα θέματα διδακτικής εξειδικευμένα, θα πρέπει όλοι οι φοιτητές να αποκτούν γνώσεις και ικανότητες διδασκαλίας καθώς ως μελλοντικοί ερευνητές είναι σίγουρο πως κάποια στιγμή είτε σε κοινό είτε σε συνεργάτες τους θα πρέπει να γνωστοποιήσουν την έρευνά τους και τα αποτελέσματά της. Και όλοι μας έχουμε σίγουρα να περιγράψουμε καλές και κακές περιπτώσεις τέτοιων προσπαθειών…

Κλείνοντας εκτιμά πως η αλλαγή θα έρθει μόνο αν τα πανεπιστημιακά τμήματα θετικών επιστημών (όπως λέμε εδώ για εμάς οι ‘καθηγητικές σχολές’) θεωρήσουν τη διδασκαλία το ίδιο σημαντική με τις δημοσιεύσεις, για την προαγωγή και την καριέρα των μελών τους. Καθώς οι περισσότεροι δεν έχουν το κίνητρο να γίνουν καλύτεροι ‘πανεπιστημιακοί δάσκαλοι’, να βελτιώσουν τις διδακτικές τους πρακτικές και άρα να αποτελέσουν οι ίδιοι καλά παραδείγματα για τους φοιτητές τους και τους μελλοντικούς εκπαιδευτικούς. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: ‘But if universities emphasize the importance of what is their primary mission, that is teaching and learning, by valuing it as much as research, a lot more scientists would be motivated to think about their teaching‘.

Αυτό θα ήταν μία μεταρρύθμιση, που σίγουρα μπορούσε να αλλάξει την παρεχόμενη βιολογική παιδεία και κουλτούρα τα επόμενα χρόνια.

Αφήστε μια απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: